Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

MIA ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΘΟΓΟΝΟ NOSEMA CERANAE


( Σε συνέχεια προηγούμενης ανάρτησης μου με το ίδιο θέμα αναφοράς, σ αυτή θέλω να καταστήσω γνωστό τον τρόπο που λειτουργεί το συγκεκριμένο παθογόνο, ώστε να μπορέσουμε να βρούμε και να αξιολογήσουμε σε επόμενη ανάρτηση τρόπους αντιμετώπισης με βιολογικούς τρόπους και μέσα)
Από τις αρχές του 20ού αιώνα γίνεται η πρώτη αναφορά για την ασθένεια της Νοζεμίασης της ευρωπαϊκής μέλισσας της Apis melifera, γνωστή και ως Ευρωπαϊκή Νοζεμίαση. Το υπεύθυνο παθογόνο της ασθένειας αυτής βρέθηκε πως είναι ο μικροσποριδιακός μικροοργανισμός Νosema apis.
Το 1995 διαπιστώνεται στην ασιατική μέλισσα Apis cerana στην Κίνα και ένα δεύτερο είδος παθογόνου του γένους Nosema το Nosema ceranae. Το είδος αυτό ταυτοποιήθηκε το 2005 και σε μελισσοσμήνη της ευρωπαϊκής μέλισσας και στην Ταϊβάν. Η ασθένεια για να ξεχωριστεί από εκείνη του Νosema apis ονομάστηκε στη χώρα μας Νοζεμίαση της ανατολής ή Ασιατική Νοζεμίαση. Το 2006 το παθογόνο αυτό θα προκαλέσει ανυπολόγιστες ζημιές στα μελισσοσμήνη στην Ισπανία. Την ίδια χρονιά αναφέρεται και στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Σουηδία.
Διαπιστώνεται η εξάπλωσή του σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Αναφέρονται ζημιές που φτάνουν μέχρι και το 50% στη Βόρεια, Κεντρική και Νότια Αμερική, στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αυστραλία. Δεν υπάρχουν προς το παρόν αναφορές για την παρουσία της στην Αφρική. Στην Ελλάδα το ποσοστό των προσβεβλημένων μελισσιών κυμαίνεται στο 45 - 65%. Στην Κρήτη οι ίδιοι οι μελισσοτρόφοι εκτιμούν πως οι απώλειες ξεπερνούν το 75%.
Η σύγχρονη φυλογενετική μελέτη κατατάσσει τους μικροσποριδιακούς μικροοργανισμούς στο βασίλειο των μυκήτων. Έτσι τόσο το Νosema apis όσο και το Nosema ceranae ανήκουν στην οικογένεια Nosematidae της τάξης των Dissociodihaplophasida της κλάσης Dihaplophasea και της διαίρεσης Microsporidia. Η κατάταξη αυτή διανοίγει νέες προοπτικές στην προσπάθεια αντιμετώπισης των παθογόνων με τη χρησιμοποίηση μυκητοκτόνων φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Στο γένος Nosema υπάγονται και πολλά είδη που χρησιμοποιούνται για τη βιολογική αντιμετώπιση διαφόρων επιβλαβών για τον άνθρωπο και τα καλλιεργούμενα φυτά εντόμων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα Nosema pyrausta που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του εχθρού του καλαμποκιού Ostrina nubialis, του Nosema cactoblastis που ελέγχει το Cactoblastis cactorum στον κάκτο Opuntia, του Nosema locustae και Nosema acridophagus για την αντιμετώπιση των ακρίδων, του Nosema grylli, που συστήνεται για το βιολογικό έλεγχο των γρύλλων, του Nosema algerae που περιορίζει τους πληθυσμούς των κουνουπιών και του Nosema kingii, που βρίσκει εφαρμογή στην αντιμετώπιση των διαφόρων μυγών των καρπών.
Το νέο παθογόνο προκαλεί μεγαλύτερη θνησιμότητα των ενήλικων μελισσών σε σχέση με το Νosema apis. Κι αυτό γιατί εξαντλεί περισσότερο και γρηγορότερα τα ενεργειακά τους αποθέματα σε υδρογονάνθρακες. Ακόμα το θερμοκρασιακό και υγρασιακό εύρος επιβίωσης και βλάστησης των μικροσποριδίων είναι μεγαλύτερο. Τέλος, ο μεταβολισμός της μέλισσας δεν έχει δημιουργήσει ειδικά αμυντικά συστήματα για τη νέα αυτή ασθένεια. Πράγματι τα μικροσπορίδια του Nosema ceranae μπορούν να διατηρηθούν χωρίς να χάσουν τη βλαστική τους ικανότητα για 32 ώρες στο δυνατό ήλιο, 4 μήνες μέσα στο μέλι και 1 χρόνο και πλέον στα περιττώματα. Ακόμα, ενώ για το Νosema apis τα μικροσπορίδια δεν επιβιώνουν στους 37° C και οι προσβεβλημένες μέλισσες που εκτίθενται στη θερμοκρασία αυτή ανακάμπτουν, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά για το νέο παθογόνο. Μέλισσες που μολύνθηκαν με το Nosema ceranae στη θερμοκρασία αυτή προσβλήθηκαν σχεδόν 100%. Πάντως τα μικροσπορίδια νεκρώνονται αν παραμείνουν για 15 λεπτά σε θερμοκρασία 60ο C.
Το Nosema ceranae, όπως και όλα τα είδη του γένους Νosema, είναι ενδοκυτταρικό παθογόνο. Η μόλυνση της ενήλικης εργάτριας, της βασίλισσας και του κηφήνα γίνεται μέσω των οργάνων διαχείμασης και διάδοσης, που είναι τα μικροσπορίδια. Τα μικροσπορίδια είναι μονοκύτταρα με παχιά μεμβράνη και εμπεριέχουν τον πυρήνα, το πολικό νημάτιο και το μικροσποριδιόπλασμα. Εισέρχονται στο πεπτικό σύστημα (μεσαίο έντερο) της μέλισσας από το στόμα με την τροφή ή το νερό ή κατά τον καθαρισμό από τις νεαρές μέλισσες των περιττωμάτων. Στο κυρίως στομάχι τα μικροσπορίδια με την επίδραση των γαστρικών υγρών βλαστάνουν και μέσω του πολικού νηματίου διαπερνούν τη μεμβράνη των επιθηλιακών κυττάρων. Στη συνέχεια εκχύνουν το μικροσποριοδιόπλασμα στο κύτταρο. Εκεί το παθογόνο τρέφεται σε βάρος του επιθηλιακού κυττάρου καταναλώνοντας τους υδατάνθρακες και πολλαπλασιάζεται ταχύτατα. Το προσβεβλημένο κύτταρο γεμίζει από μικροσπορίδια. Ακολουθεί η διάρρηξη του και η απελευθέρωση των μικροσποριδίων στο στομάχι. Μέσα σε 4 - 6 μέρες μπορεί να μετρήσει κανείς 30 - 50 εκατομμύρια μικροσπορίδια. Σημαντική ποσότητα από τα μικροσπορίδια περνάει στο απευθυσμένο και αποβάλλεται με τα περιττώματα. Σε όλη την κυψέλη μπορεί να βρει κανείς βλαστημένα ή μη μικροσπορίδια.
Γενικά οι μέλισσες παρουσιάζουν μειωμένη αντοχή στο παθογόνο εξαιτίας της μεγάλης διάρκειας υγρού χειμώνα, της ηλικίας της βασίλισσας, της μη ανανέωσης των κηρηθρών, των συχνών παρεμβάσεων του μελισσοκόμου που αναστατώνουν τη ζωή του μελισσοσμήνους, της ακανόνιστης συμπληρωματικής διατροφής και των προσβολών από τη Βαροϊκή ακαρίαση. Οι μέλισσες νεαρής ηλικίας 15 ημερών δεν είναι δεκτικές στη μόλυνση εξαιτίας της ταχείας ανανέωσης των κυττάρων.

2 σχόλια: